Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2011

Έξυπνες ατάκες

Αν δεν μπορείς να βρείς λύση βρες άλλο πρόβλημα.


Δύο πράγματα δεν πρέπει να πιστεύεις ποτέ:
το πάντοτε των ερωτευμένων και το ποτέ των μεθυσμένων.

Η διαφορά μεταξύ ιδιοφυίας και βλακίας είναι οτι η ιδιοφυία έχει όρια.


Ακόμα και ένα χαλασμένο ρολόι, δυό φορές το εικοσιτετράωρο λέει την σωστή ώρα.

Ο καλύτερος τρόπος για να κρατάς τον λόγο σου είναι να μην τον δίνεις.

Όταν αντιγράφεις έναν λέγεται κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας,
όταν αντιγράφεις πολλόυς μαζί λέγεται έρευνα.

Τα μόνα πράγματα για τα οποία μετανιώνεις στη ζωή σου,
είναι τα ρίσκα που δεν πήρες.

Κάποιος που κατέχει την γνώση, γνωρίζει οτι δεν γνωρίζει τίποτα.

Προσπαθώ να βγω από το ψυχολογίκο αδιέξοδο,
αλλά δε μπορώ να θυμηθώ από που μπήκα.

Διασκέδαση είναι η τέχνη να κουράζεσαι τις ώρες ανάπαυσης.

Αυτοί που κάνουν πως ξέρουν τα πάντα εκνευρίζουν
εμάς που τα ξέρουμε.


Η ζωή χωρίζεται σε τρεις φάσεις: επανάσταση, περισυλλογή, τηλεόραση.
Ξεκινάς να αλλάξεις τον κόσμο και καταλήγεις να αλλάζεις κανάλια.



Μην ανησυχείτε για το τι σκέφτονται οι άλλοι για σας γιατί απλώς οι άλλοι δεν σας σκέφτονται. Αναρωτιούνται μόνο τι σκέφτεστε εσείς για αυτούς

Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2011

Η γυναίκα στο σπίτι



Ο σύζυγος επιστρέφει στο σπίτι του από τη δουλειά και βρίσκει τα τρία του παιδιά στον κήπο, ακόμα με τις πυτζάμες τους, να παίζουν. Τριγύρω τους υπήρχαν άδεια κουτιά από φαγητό διασκορπισμένα σε όλον τον κήπο.

Η πόρτα του αυτοκινήτου της γυναίκας του ήταν ανοιχτή, καθώς επίσης και η πόρτα του σπιτιού και πουθενά ίχνος από τον σκύλο.

Μπαίνοντας στο σπίτι συνάντησε ακόμα μεγαλύτερη ακαταστασία. Ένα φωτιστικό πεσμένο κάτω και το χαλί τσαλακωμένο και μαζεμένο πάνω στον τοίχο.

Στο σαλόνι η τηλεόραση ήταν αναμμένη και έπαιζε πολύ δυνατά σε ένα κανάλι με κινούμενα σχέδια και ο καναπές ήταν καλυμμένος με παιχνίδια και ρούχα.

Στην κουζίνα ο νεροχύτης ήταν γεμάτος κατσαρόλες, το πρωινό είχε χυθεί στα μάτια της κουζίνας, η πόρτα του ψυγείου ανοιχτή, τ φαγητό του σκύλου πεταμένο στο πάτωμα, κάτω από τραπέζι ένα σπασμένο ποτήρι κι ένας μικρός σωρός πίσω από την πόρτα.

Ανέβηκε αμέσως τη σκάλα παραμερίζοντας τις ντάνες από παιχνίδια και τους σωρούς από ρούχα, αναζητώντας τη γυναίκα του, τώρα πλέον ανήσυχος μήπως της συνέβαινε κάτι, μήπως αρρώστησε, μήπως έπαθε κάτι σοβαρό.

Όπως πήγαινε προς την κρεββατοκάμαρα πρόσεξε πώς έβγαινε νερό κάτω από την πόρτα του μπάνιου και μπαίνοντας είδε πετσέτες γεμάτες σαπούνια και ακόμα περισσότερα παιχνίδια στο πάτωμα, χιλιόμετρα από χαρτί υγείας ξετυλιγμένο και πεταμένο σε μια γωνιά και οδοντόκρεμα πάνω στον καθρέφτη και στους τοίχους.

Μπήκε τρέχοντας στην κρεββατοκάμαρα και βρήκε τη σύζυγό του χωμένη στο κρεββάτι με τις πυτζάμες, να διαβάζει 'ήρεμα ένα μυθιστόρημα.

Εκείνη τον κοίταξε, του χαμογέλασε και τον ρώτησε πώς ήταν η μέρα του.

Εκείνος την κοίταξε και αναμαλλιασμένος τη ρώτησε:

-Τι συνέβη εδώ πέρα ;

Εκείνη του χαμογέλασε ξανά και του είπε:

- Θυμάσαι που κάθε φορά που επιστρέφεις από τη δουλειά με ρωτάς τι σκατά κάνω όλη μέρα ;

- Ναι, απάντησε αυτός.

- Ε λοιπόν σήμερα ΔΕΝ ΤA ΕΚΑΝΑ .

Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2011

Η κόλαση και ο Έλληνας.

Πεθαίνει ένας Έλληνας και πρέπει να πάει στην κόλαση. Φτάνει στη ρεσεψιόν και ο υπάλληλος του ανακοινώνει ότι επειδή είναι υπήκοος χώρας μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μπορεί να διαλέξει μία από τις κολάσεις των χωρών-μελών.


Σκέφτεται λίγο και αποφασίζει να πάει στη γερμανική. Οργανωμένη χώρα σου λέει, τόσα χρόνια στην Ελλάδα τι κατάλαβα, μου βγάλανε το λάδι. Τουλάχιστον, ας πάρω μυρωδιά του τι σημαίνει Ευρώπη, έστω και στην κόλαση.

Φτάνει λοιπόν μπροστά στην πύλη της Γερμανικής κολάσεως. Μαύρο μάρμαρο, καλογυαλισμένο, σιδερένια πύλη και ψηλά γράφει με μεγάλα γράμματα ΚΟΛΑΣΗ στα γερμανικά.
Χτυπάει. Του ανοίγει ένας άψογα ντυμένος υπάλληλος και τον ρωτά τι θέλει.
- "Να δω", του απαντά εκείνος πώς είναι.
- "Ούτε να το σκέφτεστε", του απαντά ο υπάλληλος.
"Όλη την ημέρα μας δέρνουνε με κάτι τεράστια μαστίγια και το βράδυ μας βάζουνε σε κάτι τεράστια βαρέλια γεμάτα πίσσα. Φρίκη. φρίκη!"
Όπου φύγει-φύγει ο Έλληνας... Δοκιμάζει τις υπόλοιπες κολάσεις, τα ίδια. Έτσι, απογοητευμένος, καταφεύγει στην έσχατη λύση, την Ελληνική κόλαση!

Φτάνει λοιπόν έξω από την πύλη. Μία πύλη εγκαταλειμμένη, βρώμικη όπου στο ψηλότερο σημείο της υπάρχει με μεγάλα φωσφορίζοντα γράμματα η λέξη "ΚΟΛΑΣΗ". Το "Κ" και το "Λ" φυσικά δεν ανάβουν. Έτσι η επιγραφή γράφει "-Ο-ΑΣΗ".
- "Ελληνική ανοργανωσιά...." μουρμουρίζει...
Όσο πλησιάζει, ακούει κάτι περίεργους θορύβους...... Μοιάζουν με μουσική.
Πλησιάζει περισσότερο. Η μουσική πλέον ακούγεται ολοκάθαρα. Μπουζούκια, μπαγλαμάδες κλπ.
Χτυπάει... Του ανοίγει ένας τύπος κρατώντας μια μπουκάλα στο χέρι εντελώς φέσι και τον ρωτά τι θέλει.
- "Ήρθα να δω πώς είναι" του λέει και βάζει το κεφάλι του μέσα... Τραπέζια, κάπνα, κάτι τύποι χορεύουν πάνω στα τραπέζια τσιφτετέλια, νταούλια... Γενικώς, μπάχαλο.
Τρελαίνεται ο τύπος....
- "Μα, τι γίνεται εδώ;!", ρωτά.
- "Άσε φίλε, χάλια..." του λέει ο μεθυσμένος.
"Η κατάσταση είναι δραματική εδώ πέρα. Μας δέρνουν όλη μέρα με κάτι τεράστια μαστίγια και το βράδυ μας βάζουν σε κάτι τεράστια βαρέλια με πίσσα...!"

- "Πλάκα μου κάνεις", ρωτά ο πεθαμένος. "Εδώ πίνετε και γλεντάτε...!!"
- "Εεε, ξέρεις πώς είναι εδώ στην Ελλάδα. Πότε δεν έχουμε πίσσα
πότε χαλάνε τα μαστίγια. Πότε απεργούν οι υπάλληλοι..."